- λεσχηνώτης
- λεσχηνώτηςscholarmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεσχηνώτης — λεσχηνώτης, ὁ (Α) [λεσχήν] μαθητής, ακροατής … Dictionary of Greek
λεσχηνῶται — λεσχηνώτης scholar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)